ἄρτιος

ἄρτιος
ἄρτιος, ία, ον (Hom.+; Epict. 1, 28, 3; IG XIV, 889, 7 ἄ. εἴς τι; TestAbr A 8 p. 85, 12 [Stone p. 18]; Ath., R. 77, 4 ἀρτίως; Philo) pert. to being well fitted for some function, complete, capable, proficient=able to meet all demands 2 Ti 3:17.—DELG s.v. ἄρτι. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄρτιος — complete masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτιος — α, ο (AM ἄρτιος, ία, ιον) [άρτι] 1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης 2. ζυγός (αριθμός) αρχ. |.1. καλά προσαρμοσμένος 2. μτφ. κατάλληλος 3. πρόθυμος έτοιμος 4. υγιής στον νου και στο σώμα, ακμαίος 5. ακριβής, σαφής II. επίρρ. ἀρτίως «άρτι», πρόσφατα,… …   Dictionary of Greek

  • άρτιος — α, ο 1. τέλειος, πλήρης, ακέριος: Η μελέτη σου για τα δάση της Μακεδονίας είναι σχεδόν άρτια. 2. (για αριθμούς), ζυγός, που διαιρείται με το δύο (αντίθ. περιττός): Το οκτώ είναι αριθμός άρτιος. 3. το ουδ. ως ουσ., το άρτιο ολόκληρη η αξία κάποιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρτιώτατον — ἄρτιος complete masc acc superl sg ἄρτιος complete neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίων — ἄρτιος complete fem gen pl ἄρτιος complete masc/neut gen pl ἀρτάω fasten to pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίως — ἄρτιος complete adverbial ἄρτιος complete masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτιον — ἄρτιος complete masc acc sg ἄρτιος complete neut nom/voc/acc sg ἄ̱ρτιον , ἀρτάω fasten to imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἄ̱ρτιον , ἀρτάω fasten to imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀρτάω fasten to imperf ind act 3rd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιωτάτην — ἄρτιος complete fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιωτάτης — ἄρτιος complete fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιώτατος — ἄρτιος complete masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίαις — ἄρτιος complete fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”